- σπουδαρχίδης
- σπουδαρχ-ίδης, ου, ὁ, comic Patronymic of σπουδαρχίας,A Son of a Placeman, Ar.Ach.595.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπουδαρχίδης — Son of a Placeman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαρχίδης — ὁ, ΜΑ 1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.) 2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίδης (πρβλ. μισθαρχ ίδης)] … Dictionary of Greek
σπουδαρχίδαι — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc nom/voc pl σπουδαρχίδᾱͅ , σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαρχιδῶν — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαρχίδην — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαρχίδου — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek